Φλαμανδός

Φλαμανδός
ο, θηλ. Φλαμανδή, Ν
ο κάτοικος τής Φλάνδρας και, γενικά, αυτός που κατάγεται από τη Φλάνδρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Φλαμανδός — ο θηλ. ή και Φλαμανδέζος, ο θηλ. α άτομο που ανήκει στη φραγκική φυλή της Φλάνδρας ή κατοικεί στη Φλάνδρα ή κατάγεται από εκεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… …   Dictionary of Greek

  • Κάλβααρτ, Ντιονίζιο — (Dionisio Calvaert, 1545 – 1619). Φλαμανδός ζωγράφος. Εγκαταστάθηκε στην Ιταλία όπου έγινε γνωστός με το όνομα Διονύσιος ο Φλαμανδός (Fliammingo). Στα έργα του είχε επηρεαστεί από τον Ραφαήλ. Ο Κ. ίδρυσε σχολή ζωγραφικής στην Μπολόνια, στην οποία …   Dictionary of Greek

  • Πορτογαλία — Κράτος της Νοτιοδυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Α με την Ισπανία, ενώ στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό Ωκεναό.H πορτογαλική Δημοκρατία αποτελείται από την κυρίως Πορτογαλία, το αρχιπέλαγος των Aζορών και το νησί Mαδέρα, που έχουν συνολική έκταση… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …   Dictionary of Greek

  • μερκατορικός — ή, ό 1. (για γεωγραφικό χάρτη) αυτός που έχει κατασκευαστεί με βάση το σύστημα προβολής που επινόησε ο Φλαμανδός μαθηματικός και γεωγράφος Ζεράρ Μερκάτορ τον 16ο αιώνα 2. φρ. «μερκατορική προβολή» επίπεδη απεικόνιση τής Γης που επινοήθηκε από τον …   Dictionary of Greek

  • φλαμανδικός — ή, ό, Ν [Φλαμανδός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Φλάνδρα ή στους Φλαμανδούς («φλαμανδική γλώσσα») 2. αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από τη Φλάνδρα 3. φρ. α) «φλαμανδική σχολή» i) μουσ. ύφος μουσικής σύνθεσης που κυριάρχησε στην… …   Dictionary of Greek

  • άτλας — I Συλλογή εικονογραφημένων πινάκων, ταξινομημένων σύμφωνα με ορισμένες αρχές· κυρίως όμως ο όρος σημαίνει συστηματοποιημένη συλλογή γεωγραφικών χαρτών. Ανάλογα με τον τύπο χαρτών που περιέχουν, οι ά. διακρίνονται σε γεωγραφικούς, ιστορικούς κλπ.… …   Dictionary of Greek

  • Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”